πολυπαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυπαθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυπαθαίνω
Μετοχή
επεξεργασίαπολυπαθημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολυπαθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυπαθημένος
|
πολυπαθημένος, -η, -ο
|