↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπαθημένος η πολυπαθημένη το πολυπαθημένο
      γενική του πολυπαθημένου της πολυπαθημένης του πολυπαθημένου
    αιτιατική τον πολυπαθημένο την πολυπαθημένη το πολυπαθημένο
     κλητική πολυπαθημένε πολυπαθημένη πολυπαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπαθημένοι οι πολυπαθημένες τα πολυπαθημένα
      γενική των πολυπαθημένων των πολυπαθημένων των πολυπαθημένων
    αιτιατική τους πολυπαθημένους τις πολυπαθημένες τα πολυπαθημένα
     κλητική πολυπαθημένοι πολυπαθημένες πολυπαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπαθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυπαθαίνω

πολυπαθημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία