Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυνημάτωση οι πολυνηματώσεις
      γενική της πολυνημάτωσης* των πολυνηματώσεων
    αιτιατική την πολυνημάτωση τις πολυνηματώσεις
     κλητική πολυνημάτωση πολυνηματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυνηματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυνημάτωση < πολυ- + νήμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multithreading)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυνημάτωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία