πολυκύλινδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολυκύλινδρος, -ος/-η, -ο
- που φέρει πολλούς κυλίνδρους
- που συγκροτείται από πολλούς κυλίνδρους
- πολυκύλινδρος μηχανή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκύλινδρος
|