μονοκύλινδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονοκύλινδρος, -ος/-η, -ο
- που φέρει ένα κύλινδρο
- που συγκροτείται από ένα κύλινδρο
- * μονοκύλινδρος μηχανή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκύλινδρος
|