πολυκυστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκυστικός < πολυ- + κυστικός (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polycystic)
Επίθετο επεξεργασία
πολυκυστικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκυστικός
Πηγές επεξεργασία
- πολυκυστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)