↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκεντρικός η πολυκεντρική το πολυκεντρικό
      γενική του πολυκεντρικού της πολυκεντρικής του πολυκεντρικού
    αιτιατική τον πολυκεντρικό την πολυκεντρική το πολυκεντρικό
     κλητική πολυκεντρικέ πολυκεντρική πολυκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκεντρικοί οι πολυκεντρικές τα πολυκεντρικά
      γενική των πολυκεντρικών των πολυκεντρικών των πολυκεντρικών
    αιτιατική τους πολυκεντρικούς τις πολυκεντρικές τα πολυκεντρικά
     κλητική πολυκεντρικοί πολυκεντρικές πολυκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκεντρικός < πολυ- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυκεντρικός, -ή, -ό

  • που έχει πολλαπλά κέντρα
    ※  Μολονότι τα αποτελέσματα σε αυτούς τους ασθενείς παραμένουν άσχημα, κυρίως λόγω του μικρού αριθμού περιπτώσεων, που αναφέρονται παγκοσμίως, ο στόχος της πολυκεντρικής μας μελέτης είναι να εντοπιστούν και να αξιολογηθούν οι παράγοντες που προκαλούν ή συμβάλουν στην εξέλιξη σε σοβαρή ηπατική νόσο μετά ιατρογενή κάκωση κατά τη διάρκεια χολοκυστεκτομής και να αξιολογήσει το αποτέλεσμα ασθενών που έχουν μεταμοσχευθεί για αυτή την ένδειξη.
    Τσαπάρας Πέτρος, Μείζονες κακώσεις χοληφόρων κατά τη διάρκεια λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής που οδηγούν σε μεταμόσχευση ήπατος: μια συστηματική πολυκεντρική ανάλυση, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)), Αθήνα (2020), (διδακτορική διατριβή), σελ. 75 @ekt.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πολύς και κέντρο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία