Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυδουλεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυδουλεμέν
ος
η
πολυδουλεμέν
η
το
πολυδουλεμέν
ο
γενική
του
πολυδουλεμέν
ου
της
πολυδουλεμέν
ης
του
πολυδουλεμέν
ου
αιτιατική
τον
πολυδουλεμέν
ο
την
πολυδουλεμέν
η
το
πολυδουλεμέν
ο
κλητική
πολυδουλεμέν
ε
πολυδουλεμέν
η
πολυδουλεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυδουλεμέν
οι
οι
πολυδουλεμέν
ες
τα
πολυδουλεμέν
α
γενική
των
πολυδουλεμέν
ων
των
πολυδουλεμέν
ων
των
πολυδουλεμέν
ων
αιτιατική
τους
πολυδουλεμέν
ους
τις
πολυδουλεμέν
ες
τα
πολυδουλεμέν
α
κλητική
πολυδουλεμέν
οι
πολυδουλεμέν
ες
πολυδουλεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυδουλεμένος
< από το
πολύ
και τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος
δουλεύω
.
Μετοχή
επεξεργασία
|}