↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδαίδαλος η πολυδαίδαλη το πολυδαίδαλο
      γενική του πολυδαίδαλου της πολυδαίδαλης του πολυδαίδαλου
    αιτιατική τον πολυδαίδαλο την πολυδαίδαλη το πολυδαίδαλο
     κλητική πολυδαίδαλε πολυδαίδαλη πολυδαίδαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδαίδαλοι οι πολυδαίδαλες τα πολυδαίδαλα
      γενική των πολυδαίδαλων των πολυδαίδαλων των πολυδαίδαλων
    αιτιατική τους πολυδαίδαλους τις πολυδαίδαλες τα πολυδαίδαλα
     κλητική πολυδαίδαλοι πολυδαίδαλες πολυδαίδαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυδαίδαλος < αρχαία ελληνική

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυδαίδαλος, -η, -ο

  1. λαβυρινθώδης
  2. (μεταφορικά) πολύπλοκος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία