Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυβραβευμένος η πολυβραβευμένη το πολυβραβευμένο
      γενική του πολυβραβευμένου της πολυβραβευμένης του πολυβραβευμένου
    αιτιατική τον πολυβραβευμένο την πολυβραβευμένη το πολυβραβευμένο
     κλητική πολυβραβευμένε πολυβραβευμένη πολυβραβευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυβραβευμένοι οι πολυβραβευμένες τα πολυβραβευμένα
      γενική των πολυβραβευμένων των πολυβραβευμένων των πολυβραβευμένων
    αιτιατική τους πολυβραβευμένους τις πολυβραβευμένες τα πολυβραβευμένα
     κλητική πολυβραβευμένοι πολυβραβευμένες πολυβραβευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυβραβευμένος < πολύς + βραβεύω

  Μετοχή επεξεργασία

πολυβραβευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία