Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυβραβευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυβραβευμέν
ος
η
πολυβραβευμέν
η
το
πολυβραβευμέν
ο
γενική
του
πολυβραβευμέν
ου
της
πολυβραβευμέν
ης
του
πολυβραβευμέν
ου
αιτιατική
τον
πολυβραβευμέν
ο
την
πολυβραβευμέν
η
το
πολυβραβευμέν
ο
κλητική
πολυβραβευμέν
ε
πολυβραβευμέν
η
πολυβραβευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυβραβευμέν
οι
οι
πολυβραβευμέν
ες
τα
πολυβραβευμέν
α
γενική
των
πολυβραβευμέν
ων
των
πολυβραβευμέν
ων
των
πολυβραβευμέν
ων
αιτιατική
τους
πολυβραβευμέν
ους
τις
πολυβραβευμέν
ες
τα
πολυβραβευμέν
α
κλητική
πολυβραβευμέν
οι
πολυβραβευμέν
ες
πολυβραβευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυβραβευμένος
<
πολύς
+
βραβεύω
Μετοχή
επεξεργασία
πολυβραβευμένος, -η, -ο
που έχει
βραβευτεί
πολλές φορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυβραβευμένος