↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυαρχία οι πολυαρχίες
      γενική της πολυαρχίας των πολυαρχιών
    αιτιατική την πολυαρχία τις πολυαρχίες
     κλητική πολυαρχία πολυαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυαρχία < αρχαία ελληνική πολυαρχία < πολύς +αρχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυαρχία θηλυκό

  1. η άσκηση αρχής (εξουσίας) από πολλούς συγχρόνως
  2. (αρνητικά) η διάσπαση ή πολυδιάσπαση μιας συμπαγούς και ενιαίας εξουσίας, με αρνητικά επακόλουθα την αναποφασιστικότητα ή και την αδυναμία αποτελεσματικής ή/και ταχείας δράσης
  3. (φιλοσοφία) η άποψη ότι ο κόσμος διέπεται από πολλές αρχές
     αντώνυμα: ενισμός, μονισμός· βλέπε και δυαρχία / δυϊσμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία