Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυανδρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυανδρικ
ός
η
πολυανδρικ
ή
το
πολυανδρικ
ό
γενική
του
πολυανδρικ
ού
της
πολυανδρικ
ής
του
πολυανδρικ
ού
αιτιατική
τον
πολυανδρικ
ό
την
πολυανδρικ
ή
το
πολυανδρικ
ό
κλητική
πολυανδρικ
έ
πολυανδρικ
ή
πολυανδρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυανδρικ
οί
οι
πολυανδρικ
ές
τα
πολυανδρικ
ά
γενική
των
πολυανδρικ
ών
των
πολυανδρικ
ών
των
πολυανδρικ
ών
αιτιατική
τους
πολυανδρικ
ούς
τις
πολυανδρικ
ές
τα
πολυανδρικ
ά
κλητική
πολυανδρικ
οί
πολυανδρικ
ές
πολυανδρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυανδρικός
<
πολυανδρία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πολυανδρικός
ο σχετικός με πολυανδρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυανδρικός
γαλλικά
:
polyandrique
(fr)