Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔ.li.ɑ̃.dʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
polyandrique polyandriques

polyandrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό