↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολτοποιήσιμος η πολτοποιήσιμη το πολτοποιήσιμο
      γενική του πολτοποιήσιμου της πολτοποιήσιμης του πολτοποιήσιμου
    αιτιατική τον πολτοποιήσιμο την πολτοποιήσιμη το πολτοποιήσιμο
     κλητική πολτοποιήσιμε πολτοποιήσιμη πολτοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολτοποιήσιμοι οι πολτοποιήσιμες τα πολτοποιήσιμα
      γενική των πολτοποιήσιμων των πολτοποιήσιμων των πολτοποιήσιμων
    αιτιατική τους πολτοποιήσιμους τις πολτοποιήσιμες τα πολτοποιήσιμα
     κλητική πολτοποιήσιμοι πολτοποιήσιμες πολτοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολτοποιήσιμος < πολτοποιώ + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολτοποιήσιμος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πολτοποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)