πολτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολτικός | η | πολτική | το | πολτικό |
γενική | του | πολτικού | της | πολτικής | του | πολτικού |
αιτιατική | τον | πολτικό | την | πολτική | το | πολτικό |
κλητική | πολτικέ | πολτική | πολτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολτικοί | οι | πολτικές | τα | πολτικά |
γενική | των | πολτικών | των | πολτικών | των | πολτικών |
αιτιατική | τους | πολτικούς | τις | πολτικές | τα | πολτικά |
κλητική | πολτικοί | πολτικές | πολτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολτικός[1]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πολτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολτικός
|
- ↑ πολτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)