πολλαπλασιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολλαπλασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπολλαπλασιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολλαπλασιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολλαπλασιασμένος
|