πολιτευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτεύομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπολιτευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολιτεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολιτευμένος
|
πολιτευμένος, -η, -ο
|