πολιτειότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιτειότητα < πολιτεί(α) + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική citoyenneté[1]ή αγγλική citizenship[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.tiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τει‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολιτειότητα θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πολιτότητα
- ※ Τον Αισχύλο περιβάλλει μία κατάσταση αυτοπραγμάτωσης και ελευθερίας στην αθηναϊκή πολιτεία. Είδε τον άνθρωπο να υψώνεται για να υπερασπίσει την ελευθερία του. Ο Χρυσούς Αιών της κλασικής Ελλάδας είναι ο αιώνας που εμπιστεύεται και αγαπάει και τον πολίτη. Είναι ο αιώνας της πλήρους πολιτειότητας του Eλληνα, της δημοκρατίας.
- Πολυβία Παραρά, Η ανθρωποκεντρική υποστασιοποίηση της ελληνικής γλώσσας, Η Καθημερινή, 9 Φεβρουαρίου 2021
- ※ Τον Αισχύλο περιβάλλει μία κατάσταση αυτοπραγμάτωσης και ελευθερίας στην αθηναϊκή πολιτεία. Είδε τον άνθρωπο να υψώνεται για να υπερασπίσει την ελευθερία του. Ο Χρυσούς Αιών της κλασικής Ελλάδας είναι ο αιώνας που εμπιστεύεται και αγαπάει και τον πολίτη. Είναι ο αιώνας της πλήρους πολιτειότητας του Eλληνα, της δημοκρατίας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολιτειότητα
→ δείτε τη λέξη πολιτότητα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πολιτειότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)