Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολεοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολεοτικ
ός
η
πολεοτικ
ή
το
πολεοτικ
ό
γενική
του
πολεοτικ
ού
της
πολεοτικ
ής
του
πολεοτικ
ού
αιτιατική
τον
πολεοτικ
ό
την
πολεοτικ
ή
το
πολεοτικ
ό
κλητική
πολεοτικ
έ
πολεοτικ
ή
πολεοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολεοτικ
οί
οι
πολεοτικ
ές
τα
πολεοτικ
ά
γενική
των
πολεοτικ
ών
των
πολεοτικ
ών
των
πολεοτικ
ών
αιτιατική
τους
πολεοτικ
ούς
τις
πολεοτικ
ές
τα
πολεοτικ
ά
κλητική
πολεοτικ
οί
πολεοτικ
ές
πολεοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολεοτικός
<
πολε-
+
-ο-
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
πολεοτικός
(
σπάνιο
) που έχει
σχέση
με την
πόλη
ή την αρχαία
πόλη κράτος
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολεοτικός