• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ποιμενάρχης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποιμενάρχης οι ποιμενάρχες
      γενική του ποιμενάρχη των ποιμεναρχών
    αιτιατική τον ποιμενάρχη τους ποιμενάρχες
     κλητική ποιμενάρχη ποιμενάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ποιμενάρχης < μεσαιωνική ελληνική ποιμενάρχης < αρχαία ελληνική ποιμήν + ἄρχω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ποιμενάρχης αρσενικό

  • (θρησκεία) θρησκευτικός και πνευματικός ηγέτης των πιστών

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ποιμεναρχία
  • ποιμεναρχώ
  • → δείτε τις λέξεις ποιμένας και άρχω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ποιμενάρχης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ποιμενάρχης&oldid=5506470"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie