↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλμένος η ποικιλμένη το ποικιλμένο
      γενική του ποικιλμένου της ποικιλμένης του ποικιλμένου
    αιτιατική τον ποικιλμένο την ποικιλμένη το ποικιλμένο
     κλητική ποικιλμένε ποικιλμένη ποικιλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλμένοι οι ποικιλμένες τα ποικιλμένα
      γενική των ποικιλμένων των ποικιλμένων των ποικιλμένων
    αιτιατική τους ποικιλμένους τις ποικιλμένες τα ποικιλμένα
     κλητική ποικιλμένοι ποικιλμένες ποικιλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ποικιλμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία