ποδοσφαιρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποδοσφαιρόφιλος < ποδόσφαιρ(ο) + -ο- + -φιλος
Επίθετο
επεξεργασίαποδοσφαιρόφιλος, -η, -ο
- που του αρέσει το ποδόσφαιρο, ο φίλαθλος του ποδοσφαίρου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ποδόσφαιρο και -φιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδοσφαιρόφιλος
|
Πηγές
επεξεργασία- ποδοσφαιρόφιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ποδοσφαιρόφιλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)