↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμονοκονίωση οι πνευμονοκονιώσεις
      γενική της πνευμονοκονίωσης* των πνευμονοκονιώσεων
    αιτιατική την πνευμονοκονίωση τις πνευμονοκονιώσεις
     κλητική πνευμονοκονίωση πνευμονοκονιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμονοκονιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνευμονοκονίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumoconiosis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πνευμονοκονίωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία