πλουραλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλουραλιστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική pluraliste < plural + -iste < λατινική pluralis < plures < plus < παλαιά λατινικά *plous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- / *pelh₁u- (πολύς)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλουραλιστής θηλυκό (θηλυκό: πλουραλίστρια)
- οπαδός του πλουραλισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλουραλιστής
|