Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pluraliste pluralistes

pluraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

      ενικός         πληθυντικός  
pluraliste pluralistes

pluraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό