Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληττόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πληττόμεν
ος
η
πληττόμεν
η
το
πληττόμεν
ο
γενική
του
πληττόμεν
ου
της
πληττόμεν
ης
του
πληττόμεν
ου
αιτιατική
τον
πληττόμεν
ο
την
πληττόμεν
η
το
πληττόμεν
ο
κλητική
πληττόμεν
ε
πληττόμεν
η
πληττόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πληττόμεν
οι
οι
πληττόμεν
ες
τα
πληττόμεν
α
γενική
των
πληττόμεν
ων
των
πληττόμεν
ων
των
πληττόμεν
ων
αιτιατική
τους
πληττόμεν
ους
τις
πληττόμεν
ες
τα
πληττόμεν
α
κλητική
πληττόμεν
οι
πληττόμεν
ες
πληττόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληττόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
πλήττομαι
Μετοχή
επεξεργασία
πληττόμενος, -η, -ο
αυτός που
πλήττεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληττόμενος