πληκτρολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληκτρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληκτρολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαπληκτρολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πληκτρολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληκτρολογημένος
|
πληκτρολογημένος, -η, -ο
|