πλειοψηφούντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλειοψηφών & πλειοψηφούντας |
η | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
γενική | του | πλειοψηφούντος & πλειοψηφούντα |
της | πλειοψηφούσας & πλειοψηφούσης* |
του | πλειοψηφούντος |
αιτιατική | τον | πλειοψηφούντα | την | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
κλητική | πλειοψηφών & πλειοψηφούντα |
πλειοψηφούσα | πλειοψηφούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλειοψηφούντες | οι | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
γενική | των | πλειοψηφούντων | των | πλειοψηφουσών | των | πλειοψηφούντων |
αιτιατική | τους | πλειοψηφούντες | τις | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
κλητική | πλειοψηφούντες | πλειοψηφούσες | πλειοψηφούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφούντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλειοψηφούντας < πλειοψηφ(ών) + -ούντας από την αιατική «τον μειοψηφούντα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfun.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐ψη‐φού‐ντας
Μετοχή
επεξεργασίαπλειοψηφούντας, -ούσα, -ούν
- μορφή του πλειοψηφών με νεότερες καταλήξεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλειοψηφούντας
|