μειοψηφούντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μειοψηφών & μειοψηφούντας |
η | μειοψηφούσα | το | μειοψηφούν |
γενική | του | μειοψηφούντος & μειοψηφούντα |
της | μειοψηφούσας & μειοψηφούσης* |
του | μειοψηφούντος |
αιτιατική | τον | μειοψηφούντα | τη | μειοψηφούσα | το | μειοψηφούν |
κλητική | μειοψηφών & μειοψηφούντα |
μειοψηφούσα | μειοψηφούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μειοψηφούντες | οι | μειοψηφούσες | τα | μειοψηφούντα |
γενική | των | μειοψηφούντων | των | μειοψηφουσών | των | μειοψηφούντων |
αιτιατική | τους | μειοψηφούντες | τις | μειοψηφούσες | τα | μειοψηφούντα |
κλητική | μειοψηφούντες | μειοψηφούσες | μειοψηφούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφούντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μειοψηφούντας < μειοψηφ(ών) + -ούντας από την αιατική «τον μειοψηφούντα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.o.psiˈfun.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐ο‐ψη‐φού‐ντας
Μετοχή
επεξεργασίαμειοψηφούντας, -ούσα, -ούν
- μορφή του μειοψηφών με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειοψηφούντας
|