πλασταριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλασταριά | οι | πλασταριές |
γενική | της | πλασταριάς | των | πλασταριών |
αιτιατική | την | πλασταριά | τις | πλασταριές |
κλητική | πλασταριά | πλασταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλασταριά θηλυκό
- πεπλατυσμένη σανίδα επί της οποίας πλάθουν τη ζύμη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλασταριά
|