πλαστερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαστερό | τα | πλαστερά |
γενική | του | πλαστερού | των | πλαστερών |
αιτιατική | το | πλαστερό | τα | πλαστερά |
κλητική | πλαστερό | πλαστερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλαστερό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαστερό
|