πλανητοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλανητοειδής | η | πλανητοειδής | το | πλανητοειδές |
γενική | του | πλανητοειδούς* | της | πλανητοειδούς | του | πλανητοειδούς |
αιτιατική | τον | πλανητοειδή | την | πλανητοειδή | το | πλανητοειδές |
κλητική | πλανητοειδή(ς) | πλανητοειδής | πλανητοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλανητοειδείς | οι | πλανητοειδείς | τα | πλανητοειδή |
γενική | των | πλανητοειδών | των | πλανητοειδών | των | πλανητοειδών |
αιτιατική | τους | πλανητοειδείς | τις | πλανητοειδείς | τα | πλανητοειδή |
κλητική | πλανητοειδείς | πλανητοειδείς | πλανητοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλανητοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική planetoid ή λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική planétoïde
Επίθετο
επεξεργασίαπλανητοειδής
- (αστρονομία) που μοιάζει με πλανήτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλανήτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλανητοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)