Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλάστρον τὰ πλάστρ
      γενική τοῦ πλάστρου τῶν πλάστρων
      δοτική τῷ πλάστρ τοῖς πλάστροις
    αιτιατική τὸ πλάστρον τὰ πλάστρ
     κλητική ! πλάστρον πλάστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλάστρω
γεν-δοτ τοῖν  πλάστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάστρον < πλάσσω + -τρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάστρον ουδέτερο (συνηθέστερα στον πληθυντικό)

  1. (κόσμημα) σκουλαρίκια
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 320, Θεσμοφοριάζουσαι Δεύτεραι, στ. 10 (10-15), @poesialatina.it @books.google.gr
    [Β.]διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς,
    χλίδωνα, περόνας, ἀμφιδέας, ὅρμους, πέδας,
    σφραγῖδας, ἁλύσεις, δακτυλίους, καταπλάσματα,
    πομφόλυγας, ἀποδέσμους, ὀλίσβους, σάρδια,
    ὑποδερίδας, ἑλικτῆρας, ἄλλα πολλά θ' ὧν
    οὐδ' ἂν λέγων λήξαι τις.
    ※  408/407 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG I³ 386, col. I. στ. 63 (63-64), @epigraphy.packhum.org
    πλάστρα χρυσᾶ
    τὸ δεμόσιον ἀνέθεκεν
    ※  325 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1527. face A.1, στ. 17, @epigraphy.packhum.org
    π[λ]ά̣σ̣τρον ἀργυροῦν̣,
     συνώνυμα: ἀρτίαλα, ἐνώτιον
  2. (κατά τον Ησύχιο) αγάλματα, είδωλα θεών

  Πηγές επεξεργασία