Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιπιλιστός η πιπιλιστή το πιπιλιστό
      γενική του πιπιλιστού της πιπιλιστής του πιπιλιστού
    αιτιατική τον πιπιλιστό την πιπιλιστή το πιπιλιστό
     κλητική πιπιλιστέ πιπιλιστή πιπιλιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιπιλιστοί οι πιπιλιστές τα πιπιλιστά
      γενική των πιπιλιστών των πιπιλιστών των πιπιλιστών
    αιτιατική τους πιπιλιστούς τις πιπιλιστές τα πιπιλιστά
     κλητική πιπιλιστοί πιπιλιστές πιπιλιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιπιλιστός < πιπιλίζω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

πιπιλιστός

  Μεταφράσεις επεξεργασία