πιπίλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιπίλισμα < πιπιλίζ(ω) + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈpi.li.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιπίλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιπιλίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιπίλισμα
|