πιθανολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιθανολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιθανολογώ
Μετοχή επεξεργασία
πιθανολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιθανολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιθανολογημένος
|
πιθανολογημένος, -η, -ο
|