πιεστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πιεστήριον | τὰ | πιεστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πιεστηρίου | τῶν | πιεστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | πιεστηρίῳ | τοῖς | πιεστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πιεστήριον | τὰ | πιεστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πιεστήριον | πιεστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιεστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιεστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιεστήριον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιεστήριος. Μορφολογικά αναλύεται σε, αρχαία ελληνική πιέζω, πιεσ- + -τήριον [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πιεστήριο (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιεστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐκπιεστήριον
- πίεσμα (το αποτέλεσμα του πιέζω)
- → και δείτε τη λέξη πιέζω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπιεστήριον (ελληνιστική κοινή)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πιεστήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πιεστήριος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πιεστήριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πιεστήριον, πιεστήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.