πιδέξιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιδέξιος | η | πιδέξια | το | πιδέξιο |
γενική | του | πιδέξιου | της | πιδέξιας | του | πιδέξιου |
αιτιατική | τον | πιδέξιο | την | πιδέξια | το | πιδέξιο |
κλητική | πιδέξιε | πιδέξια | πιδέξιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιδέξιοι | οι | πιδέξιες | τα | πιδέξια |
γενική | των | πιδέξιων | των | πιδέξιων | των | πιδέξιων |
αιτιατική | τους | πιδέξιους | τις | πιδέξιες | τα | πιδέξια |
κλητική | πιδέξιοι | πιδέξιες | πιδέξια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιδέξιος < επιδέξιος
Επίθετο
επεξεργασίαπιδέξιος, -α, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του επιδέξιος
Συγγενικά
επεξεργασία- πιδεξιοσύνη
- → δείτε τις λέξεις επιδέξιος και δεξιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιδέξιος
|