πηλοβατημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηλοβατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πηλοβατώ
Μετοχή
επεξεργασίαπηλοβατημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πηλοβατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηλοβατημένος
|
πηλοβατημένος, -η, -ο
|