πηκτικολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηκτικολογικός < τύπος *πηκτολογ(ία) + -ικός με κατάληξη -λογικός → δείτε τη λέξη πηκτικότητα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο επεξεργασία
πηκτικολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πηκτικότητα
- ※ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ. Γενικές αίματος, πηκτικολογικός έλεγχος, θρομβοφιλία, αιμολυτικός έλεγχος –ηλεκτροφορήσεις αιμοσφαιρίνης και ειδικές εξετάσεις μοριακής βιολογίας. (Ασημίνα Σαφαρίκα, Αντιμικροβιακή Θεραπεία λοιμώξεων σε βαρέως πάσχοντες, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2015 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηκτικολογικός
|