Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πηκτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πηκτικότητ
α
οι
πηκτικότητ
ες
γενική
της
πηκτικότητ
ας
των
πηκτικοτήτ
ων
αιτιατική
την
πηκτικότητ
α
τις
πηκτικότητ
ες
κλητική
πηκτικότητ
α
πηκτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πηκτικότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πηκτικότητα
θηλυκό
η δυνατότητα ενός υγρού να πήζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πηκτικότητα