Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηκτικότητα οι πηκτικότητες
      γενική της πηκτικότητας των πηκτικοτήτων
    αιτιατική την πηκτικότητα τις πηκτικότητες
     κλητική πηκτικότητα πηκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηκτικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηκτικότητα θηλυκό

  • η δυνατότητα ενός υγρού να πήζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία