πηδαλιούχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηδαλιούχηση | οι | πηδαλιουχήσεις |
γενική | της | πηδαλιούχησης* | των | πηδαλιουχήσεων |
αιτιατική | την | πηδαλιούχηση | τις | πηδαλιουχήσεις |
κλητική | πηδαλιούχηση | πηδαλιουχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πηδαλιουχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηδαλιούχηση < μεσαιωνική ελληνική πηδαλιούχησις[1] < ελληνιστική κοινή πηδαλιουχέω / πηδαλιουχῶ < πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδάλιον + ἔχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ða.liˈu.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐δα‐λι‐ού‐χη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηδαλιούχηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πηδαλιουχώ
Συγγενικά
επεξεργασία- πηδαλιουχούμενος
- → δείτε τη λέξη πηδάλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηδαλιούχηση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πηδαλιούχησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- πηδαλιούχηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πηδαλιούχηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)