ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηδαλιοῦχος οἱ πηδαλιοῦχοι
      γενική τοῦ πηδαλιούχου τῶν πηδαλιούχων
      δοτική τῷ πηδαλιούχ τοῖς πηδαλιούχοις
    αιτιατική τὸν πηδαλιοῦχον τοὺς πηδαλιούχους
     κλητική ! πηδαλιοῦχε πηδαλιοῦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηδαλιούχω
γεν-δοτ τοῖν  πηδαλιούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηδαλιοῦχος < αρχαία ελληνική πηδᾰ́λιον (< πηδόν) + -οῦχος (< ἔχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πηδαλιοῦχος αρσενικό