πηγαδίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηγαδίσιος | η | πηγαδίσια | το | πηγαδίσιο |
γενική | του | πηγαδίσιου | της | πηγαδίσιας | του | πηγαδίσιου |
αιτιατική | τον | πηγαδίσιο | την | πηγαδίσια | το | πηγαδίσιο |
κλητική | πηγαδίσιε | πηγαδίσια | πηγαδίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηγαδίσιοι | οι | πηγαδίσιες | τα | πηγαδίσια |
γενική | των | πηγαδίσιων | των | πηγαδίσιων | των | πηγαδίσιων |
αιτιατική | τους | πηγαδίσιους | τις | πηγαδίσιες | τα | πηγαδίσια |
κλητική | πηγαδίσιοι | πηγαδίσιες | πηγαδίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηγαδίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπηγαδίσιος, -α, -ο
- που προέρχεται από πηγάδι
- (μεταφορικά) φαρδύς σαν πηγάδι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πηγάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγαδίσιος
|