Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεταξιά οι πεταξιές
      γενική της πεταξιάς των πεταξιών
    αιτιατική την πεταξιά τις πεταξιές
     κλητική πεταξιά πεταξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεταξιά < πετώ + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεταξιά θηλυκό

  1. (προφορικό) η ρίψη
    άλλες μορφές: πέταμα
  2. (προφορικό) το ξεπέταγμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία