↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περονοφόρος η περονοφόρος
περονοφόρα
το περονοφόρο
      γενική του περονοφόρου της περονοφόρου
περονοφόρας
του περονοφόρου
    αιτιατική τον περονοφόρο την περονοφόρο
περονοφόρα
το περονοφόρο
     κλητική περονοφόρε περονοφόρε
περονοφόρα
περονοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περονοφόροι οι περονοφόροι
περονοφόρες
τα περονοφόρα
      γενική των περονοφόρων των περονοφόρων των περονοφόρων
    αιτιατική τους περονοφόρους τις περονοφόρους
περονοφόρες
τα περονοφόρα
     κλητική περονοφόροι περονοφόροι
περονοφόρες
περονοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περονοφόρος < περόν(η) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

περονοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. που φέρει περόνες
  2. ουσιαστικοποιημένο: το περονοφόρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία