Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιστεφανωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιστεφανωμέν
ος
η
περιστεφανωμέν
η
το
περιστεφανωμέν
ο
γενική
του
περιστεφανωμέν
ου
της
περιστεφανωμέν
ης
του
περιστεφανωμέν
ου
αιτιατική
τον
περιστεφανωμέν
ο
την
περιστεφανωμέν
η
το
περιστεφανωμέν
ο
κλητική
περιστεφανωμέν
ε
περιστεφανωμέν
η
περιστεφανωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιστεφανωμέν
οι
οι
περιστεφανωμέν
ες
τα
περιστεφανωμέν
α
γενική
των
περιστεφανωμέν
ων
των
περιστεφανωμέν
ων
των
περιστεφανωμέν
ων
αιτιατική
τους
περιστεφανωμέν
ους
τις
περιστεφανωμέν
ες
τα
περιστεφανωμέν
α
κλητική
περιστεφανωμέν
οι
περιστεφανωμέν
ες
περιστεφανωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
περιστεφανωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
περιστεφανώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιστεφανωμένος