περιστερίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περιστερίσιος | η | περιστερίσια | το | περιστερίσιο |
γενική | του | περιστερίσιου | της | περιστερίσιας | του | περιστερίσιου |
αιτιατική | τον | περιστερίσιο | την | περιστερίσια | το | περιστερίσιο |
κλητική | περιστερίσιε | περιστερίσια | περιστερίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περιστερίσιοι | οι | περιστερίσιες | τα | περιστερίσια |
γενική | των | περιστερίσιων | των | περιστερίσιων | των | περιστερίσιων |
αιτιατική | τους | περιστερίσιους | τις | περιστερίσιες | τα | περιστερίσια |
κλητική | περιστερίσιοι | περιστερίσιες | περιστερίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεριστερίσιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τα περιστέρια ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περιστέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιστερίσιος
|