περιπρωκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεριπρωκτικός -ή, ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την περιοχή γύρω από τον πρωκτό
- Πού να σου τα λέω! Μου είχε βρει ένα περιπρωκτικό απόστημα και χρειάστηκε χειρουργείο για να αφαιρεθεί!
¨
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιπρωκτικός
|
κοντά στον πρωκτό