↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπρωκτικός η περιπρωκτική το περιπρωκτικό
      γενική του περιπρωκτικού της περιπρωκτικής του περιπρωκτικού
    αιτιατική τον περιπρωκτικό την περιπρωκτική το περιπρωκτικό
     κλητική περιπρωκτικέ περιπρωκτική περιπρωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπρωκτικοί οι περιπρωκτικές τα περιπρωκτικά
      γενική των περιπρωκτικών των περιπρωκτικών των περιπρωκτικών
    αιτιατική τους περιπρωκτικούς τις περιπρωκτικές τα περιπρωκτικά
     κλητική περιπρωκτικοί περιπρωκτικές περιπρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπρωκτικός < πρόθημα περι- + πρωκτός + επίθημα -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

περιπρωκτικός -ή, ό

  • (ιατρική) που σχετίζεται με την περιοχή γύρω από τον πρωκτό
    Πού να σου τα λέω! Μου είχε βρει ένα περιπρωκτικό απόστημα και χρειάστηκε χειρουργείο για να αφαιρεθεί!

¨

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


κοντά στον πρωκτό