Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιορίσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιορίσιμ
ος
η
περιορίσιμ
η
το
περιορίσιμ
ο
γενική
του
περιορίσιμ
ου
της
περιορίσιμ
ης
του
περιορίσιμ
ου
αιτιατική
τον
περιορίσιμ
ο
την
περιορίσιμ
η
το
περιορίσιμ
ο
κλητική
περιορίσιμ
ε
περιορίσιμ
η
περιορίσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιορίσιμ
οι
οι
περιορίσιμ
ες
τα
περιορίσιμ
α
γενική
των
περιορίσιμ
ων
των
περιορίσιμ
ων
των
περιορίσιμ
ων
αιτιατική
τους
περιορίσιμ
ους
τις
περιορίσιμ
ες
τα
περιορίσιμ
α
κλητική
περιορίσιμ
οι
περιορίσιμ
ες
περιορίσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιορίσιμος
<
περιορίζω
+
-ίσιμος
Επίθετο
επεξεργασία
περιορίσιμος, -η, -ο
που είναι
δυνατόν
να
περιοριστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιορίσιμος