↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιορίσιμος η περιορίσιμη το περιορίσιμο
      γενική του περιορίσιμου της περιορίσιμης του περιορίσιμου
    αιτιατική τον περιορίσιμο την περιορίσιμη το περιορίσιμο
     κλητική περιορίσιμε περιορίσιμη περιορίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιορίσιμοι οι περιορίσιμες τα περιορίσιμα
      γενική των περιορίσιμων των περιορίσιμων των περιορίσιμων
    αιτιατική τους περιορίσιμους τις περιορίσιμες τα περιορίσιμα
     κλητική περιορίσιμοι περιορίσιμες περιορίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιορίσιμος < περιορίζω + -ίσιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

περιορίσιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία