Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιβρεγμένος η περιβρεγμένη το περιβρεγμένο
      γενική του περιβρεγμένου της περιβρεγμένης του περιβρεγμένου
    αιτιατική τον περιβρεγμένο την περιβρεγμένη το περιβρεγμένο
     κλητική περιβρεγμένε περιβρεγμένη περιβρεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιβρεγμένοι οι περιβρεγμένες τα περιβρεγμένα
      γενική των περιβρεγμένων των περιβρεγμένων των περιβρεγμένων
    αιτιατική τους περιβρεγμένους τις περιβρεγμένες τα περιβρεγμένα
     κλητική περιβρεγμένοι περιβρεγμένες περιβρεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

περιβρεγμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία